ἀΐγδην

ἀΐγδην
ἀΐγδην, Adv., ([etym.] ἀΐσσω)
A rushing swiftly, impetuously, A.R.2.826.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αΐγδην — ἀΐγδην επίρρ. (Α) [ἀΐσσω*] γρήγορα, ορμητικά, ραγδαία …   Dictionary of Greek

  • ἀίγδην — rushing swiftly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”